κεστρῶν

κεστρῶν
κέστρα
hammer
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέστρων — κέστρον cestros neut gen pl κέστρος sharpness masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέστρειον — κέστρειον, τὸ (Α) [κέστρος] επιγρ. πιθ. 1. εργαστήριο κατασκευής κέστρων 2. οπλοστάσιο …   Dictionary of Greek

  • κεστροσφενδόνη — Αρχαίο όπλο που χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες στρατιώτες στους πολέμους εναντίον των Περσών (4ος αι. π.Χ.). Επρόκειτο για ένα ακόντιο με σιδερένια λόγχη, που εξακοντιζόταν μέσω μίας σφεντόνας. * * * κεστροσφενδόνη, ἡ (Α) σφενδόνη, πολεμική μηχανή… …   Dictionary of Greek

  • κεστροφυλακώ — κεστροφυλακῶ, έω (Α) [κεστροφύλαξ] είμαι φύλακας τών κέστρων, τών βελών τής πολεμικής μηχανής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”